απείραχτος — κ. κτος, κ. γος, η, ο [πειράζω] 1. αυτός που δεν τον έχει πειράξει κανείς, ο ανενόχλητος 2. μτφ. άθικτος, ανέπαφος, ακέραιος 3. (για κλοπή) αυτός που δεν έχει αφαιρεθεί από κάπου … Dictionary of Greek
άδηκτος — η, ο (Α ἄδηκτος, ον) [δάκνω] αυτός που δεν τόν δάγκωσαν, ο αδάγκωτος αρχ. 1. άθικτος, απείραχτος, ανέγγιχτος, άβλαφτος 2. ο μη δηκτικός 3. (κυρίως για ξύλα) αυτός που δεν φαγώθηκε από σκουλήκια 4. απαθής, ασυγκίνητος, απρόσβλητος (από αγάπη, θυμό … Dictionary of Greek
άτρωτος — η, ο (AM ἄτρωτος, ον) 1. αυτός που δεν τραυματίστηκε ή που δεν μπορεί κανένας να τον τραυματίσει 2. απείραχτος, σώος 3. αυτός που δεν επηρεάζεται από κάτι, απρόσβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τρωτός < τιτρώσκω «τραυματίζω, πληγώνω»] … Dictionary of Greek
αδήϊος — ἀδήϊος και ἀδῇος και δωρ. ἀδάϊος, ον (Α) 1. αλεηλάτητος, απείραχτος 2. (για πρόσωπα) άβλαφτος, άθικτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δήϊος] … Dictionary of Greek
αζάρωτος — η, ο [ζαρώνω] 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει ζάρες, ρυτίδες, ο αρυτίδωτος 2. ατσαλάκωτος 3. άκαμπτος, αλύγιστος 4. απείραχτος, αναλλοίωτος (λέγεται για την έγκυο γυναίκα, τής οποίας η μήτρα μένει στην κανονική της θέση) … Dictionary of Greek
ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… … Dictionary of Greek
ακήριος — (I) ἀκήριος, ιον (Α) [κὴρ, η] 1. αυτός που δεν τόν έβλαψαν, δεν τόν πείραξαν οι κήρες* και γεν. άβλαβος, απείραχτος 2. αβλαβής, ακίνδυνος 3. άδολος, άκακος. (II) ἀκήριος, ον (Α) [κῆρ, το] 1. αυτός που δεν έχει καρδιά, ψυχή, ζωή 2. δειλός, άψυχος … Dictionary of Greek
ανέγγιαχτος — η, ο (και ιχτος και ιγος) άθικτος, απείραχτος 2. αυτός που δεν ανέχεται, δεν σηκώνει πείραγμα … Dictionary of Greek
ασπάραχτος — η, ο (AM ἀσπάρακτος, ον) [σπαράσσω] αυτός που δεν σπαρταρά, που δεν τρέμει, ο ασάλευτος μσν. ο απείραχτος, ο αναλλοίωτος αρχ. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να σπαραχτεί ή να τραυματιστεί … Dictionary of Greek
πανακήρατος — πανακήρατος, ον (ΑΜ) άθικτος, άφθαρτος, αβλαβής αρχ. τελείως αμόλυντος, αμίαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀκήρατος «αβλαβής, απείραχτος»] … Dictionary of Greek